-
1 μελιτόεις
-
2 ἀν-αισιμόω
ἀν-αισιμόω ( αἶσα, das simplex αἰσιμόω nicht gebräuchlich, das Wort ist nur ion.), gebrauchen, anwenden, ἡ γῆ ἀναισιμώϑη Her. 1, 179; πέντε ἡμέραι ἀναισιμοῦνται, fünf Tage sind dazu erforderlich, 1, 72; 2, 31; ἐς τὴν φρουρέουσαν ἵππον ἑκατὸν τάλαντα ἀναισιμοῦνται 3, 90; verzehren, σῖτον 3, 150; ἡ μελιτόεσσα 8, 41; auch Hippocr. – Merkwürdig ist Xen. Cyr. 2, 2, 15 die v. l. einiger Handschriften für ἀνήλωκας, ἀναισίμωκας.
См. также в других словарях:
μελιτόεσσα — μελιτόεις honied fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιτόεις — μελιτόεις, εσσα, εν (ΑM, Α και αρσ. αττ. συνηρ. τ. μελιτοῡς, Α και θηλ. αττ. συνηρ. τ. μελιττοῡττα) γλυκός σαν το μέλι, τερπνός, ευχάριστος («μελιτόεσσαν εὐδίαν», Πίνδ.) αρχ. 1. (για γλυκίσματα) αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι, αυτός που … Dictionary of Greek